- διπλοχαιρετώ
- διπλοχαιρετώ και διπλοχαιρετίζω χαιρετώ με θέρμη, από καρδιάς: Με είδε στο δρόμο και με διπλοχαιρέτησε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διπλοχαιρετώ — ( άω) και διπλοχαιρετίζω (Μ διπλοχαιρετῶ και διπλοχαιρετίζω) χαιρετώ δύο φορές, ανταποδίδω χαιρετισμό μσν. μέσ. ( ώμαι) συμπλέκομαι, συγκρούομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διπλοχαιρετίζω σχηματίστηκε από τον αόριστο του διπλοχαιρετώ κατά τα ρήματα σε ίζω] … Dictionary of Greek
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek
διπλοχαιρετίζω — βλ. διπλοχαιρετώ … Dictionary of Greek